ἀγήματα

ἀγήματα
ἄγημα
anything led
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αιών — Εφημερίδα με μεγάλη κυκλοφορία και δημοτικότητα που εκδιδόταν στην Αθήνα (1838 88) από τον Ιω. Φιλήμονα και από τον Τιμ. Ιω. Φιλήμονα, τρεις φορές την εβδομάδα. Είχε φιλορωσική πολιτική, γι’ αυτό και γαλλικά ναυτικά αγήματα κατέστρεψαν τα γραφεία …   Dictionary of Greek

  • καβάλα — Πόλη (υψόμ. 53 μ., 58.663 κάτ.) και λιμάνι της Μακεδονίας, πρωτεύουσα του νομού Κ. και έδρα του ομώνυμου δήμου. Η Κ. είναι χτισμένη αμφιθεατρικά –ο αρχικός πυρήνας της πόλης είναι χτισμένος σε δύο λόφους, που τους ενώνει το παλιό μνημειώδες… …   Dictionary of Greek

  • νοεμβριανός — ή, ό [Νοέμβριος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μήνα Νοέμβριο ή αυτός που γίνεται κατά τον Νοέμβριο 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα Νοεμβριανά οι κατά την 17η Νοεμβρίου 1916 συγκρούσεις τμήματος τού ελληνικού στρατού και επιστράτων με… …   Dictionary of Greek

  • πεζοναυτικός — ή, ό [πεζοναύτης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους πεζοναύτες 2. αυτός που αποτελείται από πεζοναύτες («πεζοναυτικά αγήματα») …   Dictionary of Greek

  • πεζοναύτης — Άντρας που ανήκει σε αποβατικό άγημα. Οι π. εκπαιδεύονται κατάλληλα και χρησιμοποιούνται στα πολεμικά πλοία για τη διενέργεια αποβάσεων. Π. είχαν και οι αρχαίοι Έλληνες, που τους ονόμαζαν επιβάτες. Στα νεότερα χρόνια οι π. αποτελούσαν επίλεκτο… …   Dictionary of Greek

  • Άγιον Όρος ή Άθως — Πολιτεία μοναχών (2.262 κάτ.) που άνθησε ιδιαίτερα στους βυζαντινούς χρόνους. Το Ά.Ό. είναι βουνό με άφθονα δάση (2.033 μ.), στη νότια άκρη της ανατολικής χερσονήσου της Χαλκιδικής, από το οποίο ονομάστηκε έτσι και η χερσόνησος (332,5 τ. χλμ.).… …   Dictionary of Greek

  • Θέρισο — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 580 μ., 113 κάτ.) στην πρώην επαρχία Κυδωνίας του νομού Χανίων. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου. Επανάσταση του Θ. Με αυτή την ονομασία είναι γνωστή η επαναστατική κίνηση του Ελευθέριου Βενιζέλου, προϊστάμενου της… …   Dictionary of Greek

  • Κρονστάνδη — (Kronshtadt). Πόλη (42.000 κάτ. το 1995) της Ρωσίας, στην περιοχή της Αγίας Πετρούπολης. Ονομαζόταν Κρονσλότ έως το 1723. Βρίσκεται στο νησί Κοτλίν, στο ανατολικό τμήμα του Φινικού κόλπου. Στην περιοχή της πόλης υπάρχουν βιομηχανίες ενδυμάτων,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”